- πλοητοκος
- πλοητόκοςπλοη-τόκος2создавший или создающий мореплавание, т.е. благоприятствующий мореплаванию
(Ζέφυρος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζέφυρος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλοητόκος — ον, Α (επίθ. τού Ζεφύρου) αυτός που γεννά πλόες, που γεννά τη ναυτιλία, που δημιουργεί καιρό κατάλληλο για ταξίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολεμη τόκος] … Dictionary of Greek